- ἀδράχνη
ἀδράχνη, ἡ, = ἀνδράχνη, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδράχνη, ἡ, = ἀνδράχνη, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εγκλυστρίς — ἐγκλυστρίς, η (Μ) το φυτό αδράχνη, η αντράκλα … Dictionary of Greek
γλιστρίδα — η 1. το φυτό αδράχνη η λαχανερή, η αντράκλα, τα φύλλα του οποίου τρώγονται ως σαλατικό. 2. φρ., «Έφαγα γλιστρίδα», μιλώ ασταμάτητα, φλυαρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)