- ἀμβροτεῖν
ἀμβροτεῖν, ep. Form für ἁμαρτεῖν, aor. II. zu ἁμαρτάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβροτεῖν, ep. Form für ἁμαρτεῖν, aor. II. zu ἁμαρτάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβροτεῖν — ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβροτάζω — ἀβροτάζω (Α) (επικό ρήμα σε χρήση μόνο στο α πληθ. πρόσ. υποτ. αόρ. αβροτάξομεν αντί ωμεν) αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(μ)βροτάζω < αιολ. τύπο ἀμβροτεῖν, ἤμβροτον (ιων. αττ. ἁμαρτεῖν, ἥμαρτον) με ψίλωση και σίγηση τού μ] … Dictionary of Greek