- ὀμβρο-τόκος
ὀμβρο-τόκος, Regen erzeugend, Orph. H. 20, 2. 81, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμβρο-τόκος, Regen erzeugend, Orph. H. 20, 2. 81, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθογγοτόκος — ον, Α αυτός που παράγει φθόγγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενο τόκος, ὀμβρο τόκος] … Dictionary of Greek
υμνοτόκος — ον, Α αυτός που γεννά, που παράγει ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀμβρο τόκος] … Dictionary of Greek