ἀ-δροσία

ἀ-δροσία

ἀ-δροσία, , Mangel an Thau, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δροσία — δροσίᾱ , δροσίη foam fem nom/voc/acc dual δροσίᾱ , δροσίη foam fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσιά — η 1. σταγόνες νερού που σχηματίζονται επάνω στο γρασίδι και στα φύλλα των δέντρων: Πρωινή δροσιά. 2. δροσερός αέρας, ελαφρό και ευχάριστο κρύο: Καθίσαμε κάτω από τα δέντρα γιατί είχε δροσιά. 3. μτφ., φρεσκάδα: Χαίρεται τη δροσιά της νιότης του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δροσιά — Βλ. λ. δρόσος. * * * και δροσά, η (AM δροσία Α και δροσίη Μ και δροσά) [δρόσος] η δρόσος μσν. νεοελλ. 1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος 2. δροσερό, σκιερό μέρος 3. φρεσκάδα, ομορφιά 4. ευχαρίστηση, χαρά 5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» δεν αξίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Δροσιά — Sp Drosijà Ap Δροσιά/Drosia L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Δροσιά — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλιδίου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Δροσιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 201 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. Μέχρι το 1991 ονομαζόταν Αγραπιδιές …   Dictionary of Greek

  • Μπέλλου, Σωτηρία — (Δροσιά Εύβοιας 1921 – Αθήνα, 1997). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια που το 1940 μετοίκησε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες – συνελήφθη… …   Dictionary of Greek

  • δροσίαι — δροσίᾱͅ , δροσίη foam fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Drosia, Patras — Drosia Δροσιά Prefecture: Achaia Province: Patras City: Patras Distance from downtown: 3 km east southeast Location: East, ea …   Wikipedia

  • στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”