ἀν-αρχαΐζω

ἀν-αρχαΐζω

ἀν-αρχαΐζω, wieder alt machen, πατρίδα, Diosc. 29 (VII, 707).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρχαΐζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρχαΐζω — (Α ἀρχαΐζω) νεοελλ. μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες αρχ. 1. μιμούμαι τους αρχαίους 2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος. ΠΑΡ. αρχαϊσμός νεοελλ. αρχαϊστής] …   Dictionary of Greek

  • αρχαΐζω — άισα, μιμούμαι τους αρχαίους, κυρίως στη γλώσσα: Η γλώσσα που μεταχειρίζεται στο βιβλίο του αρχαΐζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαρχαΐζω — [αρχαΐζω] κάνω κάτι αρχαϊκό, αρχαιοπρεπές, τού δίνω την αρχαία μορφή …   Dictionary of Greek

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογώ — ἀρχαιολογῶ ( έω) (Α) 1. μιλώ για πράγματα αρχαία ή ξεχασμένα και ασαφή 2. αρχαΐζω* 3. «ἱστορία ἀρχαιολογουμένη» ιστορία που εξετάζεται κυρίως από την αρχαιολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + λογώ ( έω) < λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊστής — ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς 2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊστικός — ή, ό (και όν) αυτός που μιμείται ή θυμίζει αρχαία πρότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω ή < αρχαϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • μανδραρχαΐζω — (Μ) διοικώ μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάνδρα / μανδρεῖον + ἀρχαΐζω (< ἀρχή)] …   Dictionary of Greek

  • δημοτικίζω — χρησιμοποιώ τη δημοτική προφορικά και γραπτά, είμαι φίλος της δημοτικής. Αντίθ. αρχαΐζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”