ἀν-αρχία

ἀν-αρχία

ἀν-αρχία, , Mangel an Befehlshabern, Herrenlosigkeit, Her. 9, 23; vgl. Aesch. Suppl. 888; Xen. An. 3, 2, 29. Bes. Ungehorsam gegen den Herrscher, Aesch. Spt. 1021 Ag. 857 Soph. Ant. 668; übh. Mangel an geordneter Regierung, Anarchie, neben ἀνομία Plat. Rep. IX, 575 a VIII, 560 ff u. Sp. In Athen hieß so bes. das Jahr (Ol. 94, 1) unter den 30 Tyrannen, wo kein Archon war, Xen. Hell. 2, 3. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀρχία — Ἀρχίᾱ , Ἀρχίης masc nom/voc/acc dual Ἀρχίᾱ , Ἀρχίης masc voc sg (attic doric) Ἀρχίᾱ , Ἀρχίης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχίᾳ — Ἀρχίᾱͅ , Ἀρχίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιλικ(ι)αρχία — Κιλικ(ι)αρχία, ἡ (Α) η προεδρία τής συνόδου τών πόλεων τής Κιλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Κιλικαρχία < Κιλικάρχης, ενώ ο τ. Κιλικιαρχία < Κιλικία + αρχία (< άρχης*)] …   Dictionary of Greek

  • Ἀρχίας — Ἀρχίᾱς , Ἀρχίης masc acc pl Ἀρχίᾱς , Ἀρχίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχίαν — Ἀρχίᾱν , Ἀρχίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεραρχία — η η αιτιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + αρχία (< άρχω) πρβλ. αν αρχία, δυ αρχία] …   Dictionary of Greek

  • κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… …   Dictionary of Greek

  • Heide Göttner-Abendroth — (born February 8, 1941 in Langewiesen, Germany) is a German feminist advocating a branch of feminist anthropology known as Matriarchy Studies (also Modern Matriarchal Studies), focusing on the study of matriarchal or matrilineal societies.… …   Wikipedia

  • Heptarquía — (Del gr. hepta, siete + arkho, mandar.) ► sustantivo femenino POLÍTICA, HISTORIA País dividido en siete reinos o gobierno simultáneo de siete personas. * * * heptarquía (de «hepta » y « arquía») f. País constituido por siete reinos. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • θεαρχία — η (AM θεαρχία) 1. η ύψιστη θεότητα, η ύψιστη θεία αρχή, το θείον, η ιδιότητα τού θεού ως άρχοντος τού κόσμου 2. η θεοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αρχία (< άρχος < άρχω), πρβλ. τριηρ αρχία (< τριήρ αρχος)] …   Dictionary of Greek

  • μητριαρχία — Όρος που χαρακτηρίζει γενικά έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο η γυναίκα κατέχει σημαντικότερη θέση από τον άντρα. Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία της μ. ως πρώτης μορφής οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν ο Ελβετός νομικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”