περι-σκεπάζω

περι-σκεπάζω

περι-σκεπάζω, ringsum bedecken, verdecken, beschützen, βύσσῳ, M. Arg. 3 (V, 104).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιεσκεπασμένον — περϊεσκεπασμένον , περί σκεπάζω cover perf part mp masc acc sg περϊεσκεπασμένον , περί σκεπάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεσκέπασα — περϊεσκέπᾱσα , περί σκεπάω cover aor ind act 1st sg (doric aeolic) περϊεσκέπασα , περί σκεπάζω cover aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεσκέπασαν — περϊεσκέπᾱσαν , περί σκεπάω cover aor ind act 3rd pl (doric aeolic) περϊεσκέπασαν , περί σκεπάζω cover aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεσκέπασε — περϊεσκέπᾱσε , περί σκεπάω cover aor ind act 3rd sg (doric aeolic) περϊεσκέπασε , περί σκεπάζω cover aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεσκέπασεν — περϊεσκέπᾱσεν , περί σκεπάω cover aor ind act 3rd sg (doric aeolic) περϊεσκέπασεν , περί σκεπάζω cover aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεσκεπασμένην — περϊεσκεπασμένην , περί σκεπάζω cover perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • περισκέπω — ΜΑ 1. περισκεπάζω*, σκεπάζω, καλύπτω, προφυλάσσω κάτι ολόγυρα («ὄφρα χιτὼν μὲν χρῶτα περισκέπῃ», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω («τὸν πένητα περισκέπων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκέπω «σκεπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • περισκηνώ — (I) άω ή έω, Α στήνω σκηνές γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ (< σκηνή]. (II) όω Α σκεπάζω κάτι με ύφασμα σαν με σκηνή («φάρος [(=άροτρο] περιεσκήνωσεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ / όω «στήνω σκηνή»] …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • περικαλύπτω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω ολόγυρα, περιβάλλω κάτι από όλα τα μέρη (α. «καὶ ἤρξαντό τινες... περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῡ», ΚΔ. β. «πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. περικαλύπτομαι σκεπάζομαι ολόγυρα, από όλες τις μεριές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”