- περι-σκαρίζω
περι-σκαρίζω, = περισκαίρω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σκαρίζω, = περισκαίρω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισκαρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «περισκαίρουσι περισκαρίζουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκαρίζω «πηδώ, αναπηδώ»] … Dictionary of Greek