ἀ-κήπευτος

ἀ-κήπευτος

ἀ-κήπευτος, nicht im Garten gebaut, = ἄγριος, wild wachsend, Posidon. bei Athen. IX, 369 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηπευτός — cultivated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτός — ή, ό (ΑΜ κηπευτός, ή, όν) [κηπευω] (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • κηπευτόν — κηπευτός cultivated masc acc sg κηπευτός cultivated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτῆς — κηπευτός cultivated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτή — κηπευτός cultivated fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτῷ — κηπευτός cultivated masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτῶν — κηπευτής masc gen pl κηπευτός cultivated fem gen pl κηπευτός cultivated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακήπευτος — η, ο (Α ἀκήπευτος, ον) αυτός που δεν καλλιεργείται σε κήπο, ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κηπευτὸς < κηπεύω] …   Dictionary of Greek

  • ευκήπευτος — εὐκήπευτος, ον (ΑΜ) αυτός που καλλιεργείται καλά («ὁ φυτουργὸς τῶν εὐκηπεύτων δένδρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηπευτός (< κηπεύω)] …   Dictionary of Greek

  • κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… …   Dictionary of Greek

  • κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”