- ἀεί-λαλος
ἀεί-λαλος, ἔρως, stets schwatzend, Mel. 91. 95 (V, 177. 178).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-λαλος, ἔρως, stets schwatzend, Mel. 91. 95 (V, 177. 178).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείλαλος — ἀείλαλος, ον (Μ) αυτός που διαρκώς μιλάει, φλυαρεί ακατάπαυστα, λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάλος < λαλῶ] … Dictionary of Greek