- ἀεί-λιχνος
ἀεί-λιχνος, stets gierig, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-λιχνος, stets gierig, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείλιχνος — ἀείλιχνος, ον (Α) 1. ο ακατάπαυστα λαίμαργος 2. ο πάντοτε πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λίχνος (= λαίμαργος, λιχούδης) < λείχω] … Dictionary of Greek