ἀ-κέλευστος

ἀ-κέλευστος

ἀ-κέλευστος, ungeheißen, freiwillig, Aesch. Ag. 713. 952; Soph. Ai. 1263; Eur. Ion 1359; Plat. Legg. XII. 953 d. – Adv. Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κελευστός — κελευστός, ή, όν (Α) [κελεύω] αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ ἑκούσιος», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κελευστός — ordered masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστόν — κελευστός ordered masc acc sg κελευστός ordered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκέλευστος — θεοκέλευστος, ον (AM) αυτός που έχει οριστεί, που έχει διαταχθεί από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κέλευστος (< κελεύω), πρβλ. αν επι κέλευστος, αυτο κέλευστος] …   Dictionary of Greek

  • κελευστῶν — κελευστής boatswain masc gen pl κελευστός ordered fem gen pl κελευστός ordered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

  • πατροκελεύστως — Α με πατρική διαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κελευστός «αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • κελευσταῖς — κελευστής boatswain masc dat pl κελευστός ordered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσταί — κελευστής boatswain masc nom/voc pl κελευστός ordered fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστοῦ — κελευστής boatswain masc gen sg κελευστός ordered masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστάς — κελευστά̱ς , κελευστής boatswain masc acc pl κελευστά̱ς , κελευστής boatswain masc nom sg (epic doric aeolic) κελευστά̱ς , κελευστός ordered fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”