- ἀγέλασμα
ἀγέλασμα, τό (-άζομαι), Schaar, νούσων Procl. H. in Minerv. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγέλασμα, τό (-άζομαι), Schaar, νούσων Procl. H. in Minerv. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγέλασμα — ἀγέλασμα, το (Α) [ἀγελάζομαι] σωρός, πλήθος … Dictionary of Greek
ἀγελάσματα — ἀγέλασμα gathering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγελάζομαι — ἀγελάζομαι (Α) ζω κατά αγέλες, κοπαδιαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη. ΠΑΡ. ἀγέλασμα, ἀγελαστικός] … Dictionary of Greek