ἀ-κέφαλος

ἀ-κέφαλος

ἀ-κέφαλος, kopflos (κεφαλή); bei Her. 4, 191 sind die ἀκέφαλοι fabelhafte Geschöpfe in Libyen; σώματα. νεκροί. Plut. Mar. 44 Galb. 28. – Uebertr., ohne Anfang, λόγος Plat. Phaedr. 264 c; ohne Vollendung, Legg. VI, 752 a; vgl. Luc. Scyth. 9 ἐπάγω τῷ μύϑῳ τὸ τέλος, ὡς μὴ ακέφαλος περινοστοίη; – αἵρεσις ἀκ., Partei ohne Parteihaupt, Suid. K. S. – Bei den Gramm. στίχοι, Herameter, die mit kurzer Sylbe anfangen; s. Athen. XIV, 632 d. – Bei Artemidor. 1, 35 u. VLL. = ἄτιμος. das römieche capite deminutus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κέφαλος — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλος — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • Κέφαλος — Sp Kèfalas Ap Κέφαλος/Kefalos L P. Sporados (Koso s.), Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κέφαλος — ο γένος ψαριών: Σήμερα το μεσημέρι είχαμε κέφαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Кефал — (Κέφαλος) сын Деиона или Деионея, сына Эола, царя Фокиды. Из Фокиды К. переселился в Аттику и стал царствовать в Форике, одном из 12 ти древнейших государств Аттики, на юго восточной оконечности ее. К северо западу от Форика находился дем Кефале… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κεφάλοιο — Κέφαλος mullet masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοιο — κέφαλος mullet masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοις — κέφαλος mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοισιν — κέφαλος mullet masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφάλου — Κέφαλος mullet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”