- ἀκέσμιος
ἀκέσμιος, heilbar, Hesych. ἰάσιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκέσμιος, heilbar, Hesych. ἰάσιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακέσμιος — ἀκέσμιος, ον (Α) [ἀκεσμός] αυτός που μπορεί να γιατρευτεί … Dictionary of Greek
ἀκέσμιον — ἀκέσμιος curable masc/fem acc sg ἀκέσμιος curable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεσμός — ἀκεσμός, ο (Α) θεραπεία, γιατριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκέσμιος] … Dictionary of Greek