- ἀκέσιμος
ἀκέσιμος (ἀκέομαι), heilsam, Plut. aq. et ign. comp. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκέσιμος (ἀκέομαι), heilsam, Plut. aq. et ign. comp. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακέσιμος — ἀκέσιμος, ον (Α) [ἄκεσις] θεραπευτικός, υγιεινός … Dictionary of Greek
ἀκέσιμον — ἀκέσιμος wholesome masc/fem acc sg ἀκέσιμος wholesome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεσίμῳ — ἀκέσιμος wholesome masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέσιμα — ἀκέσιμος wholesome neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκεσις — Μυθολογική θεότητα. Καλός δαίμονας της ακολουθίας του Ασκληπιού, που συμβόλιζε τον άνθρωπο που βρίσκεται στην ανάρρωση. Λατρευόταν ως θεός στην Επίδαυρο. * * * ἄκεσις ( εως), η (Α) 1. θεραπεία, γιατριά (Ηρόδ. Δ, 90) 2. επιδιόρθωση 3. αλοιφή ή… … Dictionary of Greek