- ἀκέστωρ
ἀκέστωρ, ορος, ὁ. Arzt, Retter, Phöbus, bei Eur. Andr. 882.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκέστωρ, ορος, ὁ. Arzt, Retter, Phöbus, bei Eur. Andr. 882.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀκέστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστωρ — healer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] … Dictionary of Greek
Ἀκεστόρων — Ἀκέστωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστόρων — ἀκέστωρ healer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορ — ἀκέστωρ healer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορα — Ἀκέστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορα — ἀκέστωρ healer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορας — Ἀκέστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορας — ἀκέστωρ healer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορες — Ἀκέστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)