ἀ-κάματος

ἀ-κάματος

ἀ-κάματος, ον, dasselbe, Hom. zehnmal, Iliad. 15, 598 ἵνα νηυσὶ κορωνίσι ϑεσπιδαὲς πῦρ ἐμβάλοι ἀκάματον, als Versende ἀκάματον πῠρ Iliad. 5, 4. 15, 731. 16, 122. 18, 225. 21, 13. 341. 23, 52 Od. 20, 123. 21, 181; so Theocr. 11, 51; Aesch. σϑένος ἀνδρῶν Pers. 869; Soph. ϑεῶν μῆνες Ant. 603; adverbial ἀκάματα προςμένειν El. 160; Ar. ὄμμα αἰϑέρος ἀκ. σελαγεῖται Nub. 286; γνάϑος Nicol. com. Stob. floril. 14, 7 (v. 29); sp. D.; auch Plut. Thes. 6. Das erste α ist durch den ep. Gebrauch lang geworden; fem. ἀκαμάτη, χεῖρες Hes. Th. 747; γῆ, die unermüdlich Frucht trägt, Soph. Ant. 340; φωνή Sapph. 1 (VI, 269); ἐλάται Ap. Rh. 2. 661.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάματος — toil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek

  • κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοις — κάματος toil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτου — κάματος toil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτους — κάματος toil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτως — κάματος toil masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”