- ἀ-κάμας
ἀ-κάμας, αντος, unermüdlich, Hom. viermal, Iliad. 16, 176 Σπερχειῷ ἀκάμαντι, 823 σῠν ἀκάμαντα, 18, 239. 484 ήέλιον ἀκάμαντα; – Pind. πόντος N. 6, 40, ἵπποι Ol. 1, 87; Soph. Νότος Tr. 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κάμας, αντος, unermüdlich, Hom. viermal, Iliad. 16, 176 Σπερχειῷ ἀκάμαντι, 823 σῠν ἀκάμαντα, 18, 239. 484 ήέλιον ἀκάμαντα; – Pind. πόντος N. 6, 40, ἵπποι Ol. 1, 87; Soph. Νότος Tr. 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κἀμάς — ἀ̱μά̱ς , ἁμός 1 fem acc pl ἐμά̱ς , ἐμός mine fem acc pl ἀμά̱ς , ἡμός fem acc pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
ABDICANDI jus — inter patriae potestatis apud Athenienses iura fuit, quam in rem scripta lex: Τοὺς γονέας κυρίους εἶναι ἀπὸνηρύτραι. Parentibus abdicare liberos ius esto, apud Demosth. in Baeot. Nec ve4ro liberos tantum, quos genuerant, sed etiam adoptivos, ut… … Hofmann J. Lexicon universale