ἀ-γάστωρ

ἀ-γάστωρ

ἀ-γάστωρ, ορος (α copul. -γαστήρ), aus Einem Mutterleibe, Bruder, Lycophr. 264.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευρυγάστωρ — ο (ΑΜ εὐρυγάστωρ, ορος, ὁ, ἡ) νεοελλ. σκουρόχρωμο έντομο που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς (για τη θάλασσα) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ *… …   Dictionary of Greek

  • ισχνογάστωρ — ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α) (για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ, μεγαλο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • κοιλογάστωρ — κοιλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.) 2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος +… …   Dictionary of Greek

  • κυτογάστωρ — κυτογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. κύτος + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ολβιο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλογάστωρ — μεγαλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. γλωσσο γάστωρ, κοιλο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • μεσογάστωρ — μεσογάστωρ, ορος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ταυρο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • νοογάστωρ — νοογάστωρ, ορος, ό και ἡ (Μ) αυτός που κάνει πνευματική εργασία, όπως είναι η σύνταξη συγγραμμάτων ή η συγγραφή ποιημάτων, και ζει από τα χρήματα που κερδίζει από την εργασία αυτή («νοογάστωρ ἐστίν, ὅς λογισμῷ συγγράμματα συντάττων, ἐξηγήσεις καὶ …   Dictionary of Greek

  • ογάστωρ — ὀγάστωρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάστωρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ομο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • ολβιογάστωρ — ὀλβιογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) ο κοιλιόδουλος, αυτός που βρίσκει την ευτυχία στην κοιλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • ομογάστωρ — ὁμογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) ομογάστριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • πλατυγάστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”