- ὀ-γάστριος
ὀ-γάστριος, = ὁμογάστριος, Schol. Lyc. 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀ-γάστριος, = ὁμογάστριος, Schol. Lyc. 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερογάστριος — (heterogaster). Έντομα της οικογένειας των λυγαϊδών, που συγκροτούν ιδιαίτερο γένος. Πρόκειται για μικρά έντομα, που ζουν κυρίως σε ημιορεινές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. * * * ἑτερογάστριος, ον (Μ) (για αδέλφια) αυτός που… … Dictionary of Greek
ογάστριος — ὀγάστριος, ον (Α) ὁμογάοτριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ομο γάστριος] … Dictionary of Greek
ομογάστριος — α, ο (Α ὁμογάστριος, ον) αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο γάστριος] … Dictionary of Greek
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
καχεπιγάστριος — κατεπιγάστριος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από την κοιλιά, υπογάστριος («μύες κατεπιγάστριοι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι γάστριος «αυτός που βρίσκεται επί τής κοιλίας»] … Dictionary of Greek
ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… … Dictionary of Greek