- ἀ-κοίμητος
ἀ-κοίμητος, schlaf-, raftlos, ῥεῠμα Aesch. Prom. 139; Νύμφαι Theocr. 13, 44; πόδες Ep. ad. 664 (VII, 337); δόρατα Bian. 18 (VII, 396); in sp. Prosa, πῠρ, vom Feuer der Vestalinnen, Plut. Camill. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κοίμητος, schlaf-, raftlos, ῥεῠμα Aesch. Prom. 139; Νύμφαι Theocr. 13, 44; πόδες Ep. ad. 664 (VII, 337); δόρατα Bian. 18 (VII, 396); in sp. Prosa, πῠρ, vom Feuer der Vestalinnen, Plut. Camill. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοκοίμητος — ζωοκοίμητος, ον (Μ) μόνο στη φράση «ζωοκοίμητος μετάθεσις» (για την Παναγία) η μετάθεση της από τη ζωή στον θάνατο, η εν ζωή κοίμηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + κοιμητος (< κοιμώμαι), πρβλ. α κοίμητος, πολυ κοίμητος] … Dictionary of Greek
πολυκοίμητος — ον, Α αυτός που κοιμάται βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοίμητος (< κοιμῶμαι), πρβλ. κακο κοίμητος] … Dictionary of Greek
ACHIMITENSES — apud Liberatum Diaconum in Breviar. c. 18. per quendam Monachum Achimitensem etc. aliter Acymetensis; ita enim meminit Cyrilli Abbatis Acymetensis Nicolaus I. Pontif.Roman. Ep. 10. Aquimitensis quoque, namque Monasterinm Aquimitum memorat… … Hofmann J. Lexicon universale
μακροκοίμητος — μακροκοίμητος, ον (AM) αυτός που κοιμάται πολύ ή βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κοίμητος (< κοιμάομαι)] … Dictionary of Greek