ἀ-κοίτης

ἀ-κοίτης

ἀ-κοίτης, ου, ὁ (a copul. u. κοίτη), Bettgenoß, Gatte, Hom. dreimal, als Versende, Iliad. 15, 91 ὅς τοι ἀκοίτης, Od. 5, 120 φίλον ποιήσετ' ἀκοίτην, 21, 88 φίλον ὤλεσ' ἀκοίτην;Pind. N. 5, 28; Soph. Tr. 522 u. sonst bei Dichtern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοίτης — κοίτη bedstead fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • γαλλικός — I Ποταμός (75 χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Πηγάζει από το όρος Κρούσια, την περιοχή του οποίου αποχετεύει και διαρρέει το ανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς και μέρος του νομού Θεσσαλονίκης. Η λεκάνη απορροής του (996 τ.… …   Dictionary of Greek

  • ευπροσωποκοίτης — εὐπροσωποκοίτης, ὁ (Α) φρ. «τύχαι εὐπροσωποκοῑται» ευνοϊκή τύχη, που έπεσε ευνοϊκά σαν την καλή πλευρά τού ζαριού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ πρόσωπος + κοίτης (< κοίτη «κρεβάτι, ξάπλωμα»), πρβλ. α κοίτης, παρα κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • ημεροκοίτης — ἡμεροκοίτης, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, βορβορο κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • κλεψικοίτης — κλεψικοίτης, ὁ (Α) κλεψίγαμος, μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, χαμαι κοίτης. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… …   Dictionary of Greek

  • μητροκοίτης — μητροκοίτης, ὁ (Α) αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο κοίτης, δρυο κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • χαμαικοίτης — ὁ, Α χαμαιεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι κοίτης, πεδο κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”