- ἀ-κλάδευτος
ἀ-κλάδευτος, nicht beschnitten, vom Weinstock, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κλάδευτος, nicht beschnitten, vom Weinstock, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαδευτός — ή, ό [κλαδεύω] αυτός από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί τα περιττά κλαδιά, αυτός που έχει κλαδευτεί … Dictionary of Greek
κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… … Dictionary of Greek