- ἀελλο-πόδης
ἀελλο-πόδης, sturmfüßig, Opp. C. 1, 413; Qu. Sm. 10, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀελλο-πόδης, sturmfüßig, Opp. C. 1, 413; Qu. Sm. 10, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek