- ἀελλαία
ἀελλαία πελειάς, sturmschnell, Soph. O. C. 1083 eh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀελλαία πελειάς, sturmschnell, Soph. O. C. 1083 eh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀελλαία — ἀελλαί̱ᾱ , ἀελλαῖος storm swift fem nom/voc/acc dual ἀελλαί̱ᾱ , ἀελλαῖος storm swift fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αελλάς — ἀελλάς ( άδος), η (Α) [ἄελλα] θυελλώδης, ορμητική ουσ. που χρησιμοποιείται ως επίθετο αντί τού αελλαία … Dictionary of Greek