ἀγηνόρειος

ἀγηνόρειος

ἀγηνόρειος, adj. zu ἀγήνωρ, Aeschyl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγηνόρειος — ἀγηνόρειος α, ον (Α) ο αγήνωρ* …   Dictionary of Greek

  • αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”