- ἀγλαό-πηχυς
ἀγλαό-πηχυς, νύμφη, schönarmig, Nonn. D. 32, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-πηχυς, νύμφη, schönarmig, Nonn. D. 32, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίπηχυς — καλλίπηχυς, υ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους βραχίονες 2. (για βραχίονα) ωραίος («καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πηχυς (< πῆχυς «βραχίων») πρβλ. αγλαό πηχυς, λευκό πηχυς] … Dictionary of Greek