ἀκοντιστής

ἀκοντιστής

ἀκοντιστής, οῦ, ὁ, Speerwerfer, Hom. zweimal, ἀκοντισταί Iliad. 16, 328, ἀκοντιστάς Od. 18, 262; – bei Xen. oft mit τοξόται u. σφενδονῆται verbunden. – Adj. πέτρος ἀκ. στήϑεος, ein Fels, der die Brust trifft, Agath. 77 (IX, 204); μόχϑος ἀκ. ἑκηβολίης, vom Netzauswerfen, Iul. Aeg. 8 (VI, 26).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκοντιστής — darter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοντιστής — ο (Α ἀκοντιστής) [ἀκοντίζω] ο αθλητής τού ακοντισμού αρχ. μσν. 1. αυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθανώς καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς 2. οπλίτης ειδικού πολεμικού σώματος …   Dictionary of Greek

  • ακοντιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ρίχνει το ακόντιο: Ο καλός ακοντιστής πρέπει να ασκείται συχνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοντισταῖς — ἀκοντιστής darter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντισταῖσι — ἀκοντιστής darter masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντισταί — ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντιστοῦ — ἀκοντιστής darter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντιστήν — ἀκοντιστής darter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντιστῶν — ἀκοντιστής darter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοντιστήρ — ἀκοντιστὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*] …   Dictionary of Greek

  • ιππακοντιστής — ἱππακοντιστής, ὁ (Α) ιππέας ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀκοντιστής (< ἀκοντίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”