- ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήρ, ῆρος, ὁ, Speerwerfer, λόγχαις Eur. Phoen. 140; auch adj., geschleudert, τρίαινα ἀκ. Opp. Hal. 5, 535; Nonn. D. 95, 995.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκοντιστήρ, ῆρος, ὁ, Speerwerfer, λόγχαις Eur. Phoen. 140; auch adj., geschleudert, τρίαινα ἀκ. Opp. Hal. 5, 535; Nonn. D. 95, 995.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακοντιστήρ — ἀκοντιστὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*] … Dictionary of Greek
ἀκοντιστῆρα — ἀκοντιστήρ darting masc acc sg ἀκοντιστής darter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρας — ἀκοντιστήρ darting masc acc pl ἀκοντιστής darter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρες — ἀκοντιστήρ darting masc nom/voc pl ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρι — ἀκοντιστήρ darting masc dat sg ἀκοντιστής darter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρος — ἀκοντιστήρ darting masc gen sg ἀκοντιστής darter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)