ἀκουσματικός

ἀκουσματικός

ἀκουσματικός, Zuhörer, Schüler des Pythagoras, Iamblich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακουσματικός — ἀκουσματικός, ή, ὸν (AM) [ἄκουσμα] 1. ο πρόθυμος να ακούει 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί οι δόκιμοι μαθητές τής σχολής τού Πυθαγόρα, οι ακροατές τής απόκρυφης διδασκαλίας του …   Dictionary of Greek

  • ἀκουσματικός — eager to hear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσματικῶν — ἀκουσματικός eager to hear fem gen pl ἀκουσματικός eager to hear masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσματικοῖς — ἀκουσματικός eager to hear masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσματικοί — ἀκουσματικός eager to hear masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσματικούς — ἀκουσματικός eager to hear masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”