- ἀγορητής
ἀγορητής, ὁ, Sprecher in der Versammlung, Hom. öfter, z. B. vom Nestor λιγὺς Πυλίων ἀγ. Il. 1. 248. 4, 293, u. so Ar. Nubb. 1055; aber auch vom Thersites Hom. Il. 2. 246; Timon. bei Diog. L. 3, 7 vom Plato.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγορητής, ὁ, Sprecher in der Versammlung, Hom. öfter, z. B. vom Nestor λιγὺς Πυλίων ἀγ. Il. 1. 248. 4, 293, u. so Ar. Nubb. 1055; aber auch vom Thersites Hom. Il. 2. 246; Timon. bei Diog. L. 3, 7 vom Plato.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγορητής — ἀγορητής, ο (Α) αυτός που αγορεύει σε δημόσια συγκέντρωση, ομιλητής, ρήτορας … Dictionary of Greek
ἀγορητής — speaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορητής — ο θηλ. αγορήτρια αυτός που αγορεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορηταί — ἀγορητής speaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορητήν — ἀγορητής speaker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορητάς — ἀγορητά̱ς , ἀγορητής speaker masc acc pl ἀγορητά̱ς , ἀγορητής speaker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράομαι — ἀγοράομαι (και ῶμαι) (Α) 1. παρευρίσκομαι σε συνέλευση, παίρνω μέρος σε συζήτηση 2. μιλώ στη συνέλευση, δημηγορώ 3. συνομιλώ, συνδιαλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγορά. ΠΑΡ. ἀγορητής, ἀγορητός] … Dictionary of Greek
δημηγόρος — δημηγόρος, ον (Α) 1. αυτός που ταιριάζει σε δημόσιο ρήτορα 2. φρ. α) «τιμαὶ δημηγόροι» οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή β) «στροφαὶ δημηγόροι» σοφιστικά τεχνάσματα 3. το αρσ. ως ουσ. ο δημηγόρος ο δημαγωγός αγορητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος +… … Dictionary of Greek
λέκτης — λέκτης, ὁ (Α) [λέγω] ομιλητής, αγορητής … Dictionary of Greek
ομιλητής — ο, θηλ. ομιλήτρια (ΑΜ ὁμιλητής, θηλ. ὁμιλήτρια) [ομιλώ] νεοελλ. πρόσωπο που ομιλεί για κάποιο θέμα, συν. σε συγκέντρωση, αγορητής μσν. αρχ. ακροατής, μαθητής («ἀλλὰ Κρίτων τε Σωκράτους ἦν ὁμιλητής», Ξεν.) αρχ. 1. διδάσκαλος, κήρυκας 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ωρολογητής — ὁ, Α 1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα 2. προσωνυμία τού Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογητής (< λογῶ), πρβλ. ὁμο λογητής] … Dictionary of Greek