ἀγορητύς

ἀγορητύς

ἀγορητύς, ύος, ἡ, Beredtsamkeit, Hom. nur Od. 8, 168.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγορητύς — ἀγορητὺς ( ύος), η (Α) [ἀγοράομαι] ρητορική δεινότητα, ευγλωττία, ευφράδεια λόγου …   Dictionary of Greek

  • ἀγορητύς — ἀγορητύ̱ς , ἀγορητύς eloquence fem acc pl ἀγορητύς eloquence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορητύν — ἀγορητύς eloquence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… …   Dictionary of Greek

  • εδητύς — ἐδητύς, η (Α) φαγητὸ. [ΕΤΥΜΟΛ. < έδω*. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του η στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”