- ἀγαθο-γονία
ἀγαθο-γονία, ἡ, Zeugung des Guten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγαθο-γονία, ἡ, Zeugung des Guten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισογονία — ἰσογονία, ή (Α) η ισότητα γένους, γενεάς, καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γονία (< γονος < γίγνομαι), πρβλ. αγαθο γονία, ομοιο γονία] … Dictionary of Greek
κοινογονία — κοινογονία, ἡ (Α) η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως τού αλόγου και τού γαϊδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γονία (< γονος < γόνος), πρβλ. αγαθο γονία, αρχαιο γονία] … Dictionary of Greek