ἀ-καθαρσία

ἀ-καθαρσία

ἀ-καθαρσία, , Unreinigkeit, Plat. Tim. 72 c; Lasterhaftigkeit, Dem. 21, 119; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθάρσια — καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Секулярные игры — (Ludi Saeculares или Tarentini) y древних римлян празднество, учрежденное, по преданию, в 249 г. до Р. Хр. по поводу случившихся в этом году небесных знамений. Квиндецемвиры объявили, что если римляне хотят успешно вести войну с Карфагеном (в это …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • οξυθύμια — ὀξυθύμια, τὰ (Α) τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα τής Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους τού φυτού θύμος, οι… …   Dictionary of Greek

  • περίστια — τὰ, ΜΑ καθαρτήρια και εξαγνιστήρια τελετή πριν από την έναρξη τής συνεδρίας τής εκκλησίας τού δήμου στην Αθήνα, στη διάρκεια τής οποίας θυσίαζαν ένα ζώο, συνήθως χοίρο, το οποίο μετά τη θυσία τό έριχναν στη θάλασσα μσν. (κατά τον Φώτ.) «Ἴστρος δὲ …   Dictionary of Greek

  • περιερεία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «καθαρσία» …   Dictionary of Greek

  • καθάρσι' — καθάρσιι , κάθαρσις cleansing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) καθάρσιε , κάθαρσις cleansing fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) καθάρσια , καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc pl καθάρσιε , καθάρσιος cleansing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”