- ἀκαλαρ-ρείτης
ἀκαλαρ-ρείτης, sanft fließend, ἀκαλός u. ῥέω, Hom. zweimal, Iliad. 7, 422 Od. 19, 434 ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας (,) ἐξ ἀκαλαρρείταο βαϑυρρόου Ὠκεανοῖο (οὐρανὸν εἰσανιών); – Orph. Arg. 1055 ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.