- ὀκναλέος
ὀκναλέος, = ὀκνηρός, Nonn. D. 18, 207; u. adv., Mus. 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκναλέος, = ὀκνηρός, Nonn. D. 18, 207; u. adv., Mus. 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκναλέος — ὀκναλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) οκνηρός. επίρρ... ὀκναλέως (Α) με οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
ὀκναλέη — ὀκναλέος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέοις — ὀκναλέος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέου — ὀκναλέος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέους — ὀκναλέος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)