ἀκανθές

ἀκανθές

ἀκανθές, ἄνϑος, stand sonst Mai. 1, 37 (IV, 1), ist ἀκάνϑης nach cod. Pal. geschrieben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχιδνίδες — Οικογένεια οργανισμών που ανήκουν στην τάξη των μονοτρημάτων, δηλαδή θηλαστικών τα οποία γεννούν αβγά και παράγουν γάλα για τη θρέψη των μικρών τους. Είναι ζώα χερσαία, με κοντή ουρά και τρίχωμα το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές αιχμηρές άκανθες, που …   Dictionary of Greek

  • βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • γναθόβαση — η το ακραίο τμήμα τού ενδοποδιδίου ορισμένων Αρθρόποδων (αράχνης, σκορπιού), που έχει ισχυρές άκανθες κατάλληλες για τη σύλληψη και συντριβή τής τροφής …   Dictionary of Greek

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

  • επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… …   Dictionary of Greek

  • ιερακάνθιος — ια, ο φρ. «ιερακάνθιοι σύνδεσμοι» οι σύνδεσμοι που ενώνουν τις άκανθες τού λαγόνιου οστού με το ιερό οστό …   Dictionary of Greek

  • κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

  • λινοφρύνη — (Linophryne). Γένος ακανθοπτερυγίων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας των κερατιιδών. Πρόκειται για μικρά ψάρια της αβύσσου, με πεπιεσμένο σώμα, μικρά μάτια, σχεδόν κατακόρυφο στόμα και μεγάλα και μυτερά δόντια. Φέρουν μερικές σκληρές άκανθες στο …   Dictionary of Greek

  • λουιδία — η ζωολ. γένος μεγάλου αστερία με πολύ μακρούς και επίπεδους βραχίονες που φέρουν στις παρυφές τους μακρές άκανθες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. luidia < νεολατ. luidia] …   Dictionary of Greek

  • μιμόζα — (mimosa). Γένος καλλωπιστικών φυτών της υποοικογένειας των μιμοζιδών. Αριθμεί 400 περίπου είδη, από τα οποία τα περισσότερα είναι φυτά της τροπικής Αμερικής. Το γνωστότερο είναι η μ. η αισχυντηλή γνωστή και ως μη μου άπτου. Έχει βλαστό ημιξυλώδη …   Dictionary of Greek

  • ολάκανθα — τα ζωολ. τάξη ακτινόποδων πρωτοζώων, χωρίς κεντρική κάψα, με έξι διαμετρικές άκανθες τού σκελετού που διασταυρώνονται και συμπλέκονται σε κεντρικό σώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”