- ἀκανικός
ἀκανικός, ή, όν, von der Art des ἄκανος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκανικός, ή, όν, von der Art des ἄκανος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακανικός — ἀκανικός, ή, ὸν (Α) [ἄκανος] αυτός που μοιάζει με άκανον* … Dictionary of Greek
ἀκανικῶν — ἀκανικός thistle like fem gen pl ἀκανικός thistle like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανική — ἀκανικός thistle like fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… … Dictionary of Greek