ἀ-ιδνός

ἀ-ιδνός

ἀ-ιδνός, ή, όν (ἰδεῖν), unsichtbar, verborgen, οὔρεος βῆσσαι Hes. Th. 860; νύξ, poet. bei Plut. de εἰ delph. 20; λιγνύς Ap. Rh. 1, 389.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδνούμαι — ἰδνοῡμαι, όομαι (Α) 1. κάμπτομαι, λυγίζω («ὁ δ ἰδνώθη, θαλερόν δε οἱ ἔκπεσε δάκρυ», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη μήτρα) συσφίγγομαι, συστέλλομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιδνός ή *(F)ιδνός (η ύπαρξη F δεν επιβεβαιώνεται από το ομηρικό κείμενο). Η λ. συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”