- ἀγεληδά
ἀγεληδά, heerdenweis, Arat. Dios. 233. 347.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγεληδά, heerdenweis, Arat. Dios. 233. 347.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαμμοιρηδά — (Α) επίρρ. χωρίζοντας στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού μ αναλογικά προς το άμμορος] … Dictionary of Greek