ἀγεληδόν

ἀγεληδόν

ἀγεληδόν, dasselbe, Hom. Il. 16, 160 von Wölfen (ἅπαξ εἰρημ.); Her. 2, 93 von Fischen; ἀγελᾱδόν Theocr. 16, 92 von Ochsen; Sp. von Menschen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγεληδόν — in herds indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγεληδόν — επίρρ. (Α ἀγεληδόν) [ἀγέλη] κατά αγέλες, ομαδικά, κοπαδιαστά …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… …   Dictionary of Greek

  • βαθμηδόν — (AM βαθμηδόν) επίρρ. βαθμιαία, εξελικτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (επίρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, σωρηδόν, ταυρηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • βουστροφηδόν — επίρρ. (Α) (για τον αρχαιότατο τρόπο γραφής από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς αριστερά διαδοχικά) κατά τον τρόπο με τον οποίο στρέφονται τα βόδια στο όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούστροφος + (επιρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, βαθμηδόν,… …   Dictionary of Greek

  • διαμμοιρηδά — (Α) επίρρ. χωρίζοντας στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού μ αναλογικά προς το άμμορος] …   Dictionary of Greek

  • εθελοντηδόν — ἐθελοντηδόν (Α) εκούσια, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθελοντής + ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, εθνηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • εθνηδόν — ἐθνηδόν επίρρ. (Α) εξ ολοκλήρου, σύσσωμο το έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + ηδόν* (πρβλ. αγεληδόν, αληδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ηθροισμένως — ἠθροισμένως (Α) επίρρ. (Υλώσσ. τού Ησύχ. για τη λ. αγεληδόν) κατ αγέλας, κοπαδιαστά, ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηθροισμένος τού ρ. αθροίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՍԱԴԱՍ — ( ) NBH 1 0598 Chronological Sequence: Early classical ա.մ. ἁγεληδόν gregatim Դաս դաս. գունդագունդ. երամովին. ... *Դասադաս մարգարէք. Ագաթ.: *Յիւրաքանչիւր ապարանիցն դասադաս մտանէին. ՟Բ. Մակ. ՟Գ. 18 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”