- ὀγκηστικός
ὀγκηστικός, = ὀγκητικός, Schol. Nic. Ther. 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀγκηστικός, = ὀγκητικός, Schol. Nic. Ther. 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ογκηστικός — ὀγκηστικός, ή, όν (Α) [ογκηστής] αυτός που εκβάλλει συχνά ογκηθμούς, που είναι επιρρεπής στους ογκηθμούς … Dictionary of Greek
ὀγκηστικοῦ — ὀγκηστικός given to braying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)