ογκηρός — ὀγκηρός, ά, όν (Α) 1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος 2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν κομπορρημοσύνη, στόμφος 4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
ὀγκηρά — ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc pl ὀγκηρά̱ , ὀγκηρός bulky fem nom/voc/acc dual ὀγκηρά̱ , ὀγκηρός bulky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηρότερον — ὀγκηρός bulky adverbial comp ὀγκηρός bulky masc acc comp sg ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηρῶν — ὀγκηρός bulky fem gen pl ὀγκηρός bulky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηρόν — ὀγκηρός bulky masc acc sg ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηρότατα — ὀγκηρός bulky adverbial superl ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηραῖς — ὀγκηρός bulky fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηραί — ὀγκηρός bulky fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηροτέρους — ὀγκηρός bulky masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηροῦ — ὀγκηρός bulky masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηρούς — ὀγκηρός bulky masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)