- ἀ-κενό-δοξος
ἀ-κενό-δοξος, frei von Dünkel, M. Anton. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κενό-δοξος, frei von Dünkel, M. Anton. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόδοξος — η, ο (ΑΜ ὁμόδοξος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο μσν. αρχ. αυτός που έχει την ίδια δόξα με άλλον αρχ. (για τους Επικουρείους) αυτός που ανήκει στην ίδια… … Dictionary of Greek
ορθοδοξώ — (ΑΜ ὀρθοδοξῶ, έω) έχω ορθή γνώμη για κάτι νεοελλ. μσν. ασπάζομαι τα δόγματα τής Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, είμαι ορθόδοξος χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δοξῶ (< δοξος < δόξα), πρβλ. κενο δοξώ] … Dictionary of Greek