- ἀ-κενό-σπουδος
ἀ-κενό-σπουδος, ohne eitles Streben, Cic. Fam. 15, 17; M. Anton. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κενό-σπουδος, ohne eitles Streben, Cic. Fam. 15, 17; M. Anton. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινόσπουδος — καινόσπουδος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με νέα πράγματα, που επιδιώκει νεωτερισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σπουδος (< σπουδή < σπεύδω), πρβλ. ά σπουδος, κενό σπουδος] … Dictionary of Greek
ματαιόσπουδος — η, ο αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενό σπουδος, φιλό σπουδος] … Dictionary of Greek
φιλόσπουδος — ον, Α αυτός που αγαπά τη σπουδή, τον ζήλο, την προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. κενό σπονδος] … Dictionary of Greek