ἀκεσμός

ἀκεσμός

ἀκεσμός, , Heilung, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακεσμός — ἀκεσμός, ο (Α) θεραπεία, γιατριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκέσμιος] …   Dictionary of Greek

  • ἀκεσμόν — ἀκεσμός Fr.anon. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

  • ακέσμιος — ἀκέσμιος, ον (Α) [ἀκεσμός] αυτός που μπορεί να γιατρευτεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”