- ἀει-σόος
ἀει-σόος, für ewig rettend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀει-σόος, für ewig rettend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αείσοος — ἀείσοος, ον (Α) ο πάντοτε σώος, ασφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σόος, επικ. και ιων. τ. τού σῶος, σῶς] … Dictionary of Greek