- ἀ-κατά-σειστος
ἀ-κατά-σειστος, unerschüttert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατά-σειστος, unerschüttert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek