- ἀ-κατά-σκεπτος
ἀ-κατά-σκεπτος, unüberlegt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατά-σκεπτος, unüberlegt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… … Dictionary of Greek